Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κεφαλαιαγορά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κεφαλαίο
)
Συνώνυμα
κεφάλαιο
χρηματικό ποσό
επένδυση
3
Αντώνυμα
έλλειμμα
χρέος
καθαρά έξοδα
3
Ορισμός
Το ποσό των χρημάτων που διατίθεται για επενδύσεις ή για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών.
Η συνολική αξία των χρηματικών πόρων που διαθέτει κάποιος ή κάποια επιχείρηση.
2
Παραδείγματα
Η εταιρεία αύξησε το κεφαλαιαγορά της για να αναπτυχθεί σε νέες αγορές.
Οι επενδυτές ψάχνουν για ευκαιρίες με υψηλή απόδοση στο κεφαλαιαγορά.
2