1. Λέξη
    κεφαλαιαγορά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κεφαλαίο)
  2. Συνώνυμα
    • κεφάλαιο
    • χρηματικό ποσό
    • επένδυση
    3
  3. Αντώνυμα
    • έλλειμμα
    • χρέος
    • καθαρά έξοδα
    3
  4. Ορισμός
    • Το ποσό των χρημάτων που διατίθεται για επενδύσεις ή για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών.
    • Η συνολική αξία των χρηματικών πόρων που διαθέτει κάποιος ή κάποια επιχείρηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εταιρεία αύξησε το κεφαλαιαγορά της για να αναπτυχθεί σε νέες αγορές.
    • Οι επενδυτές ψάχνουν για ευκαιρίες με υψηλή απόδοση στο κεφαλαιαγορά.
    2