Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κεφαλαίο (επίθετο) - (παρόμοια:
κεφαλή
-
κεφαλάκι
-
κεφαλαιαγορά
)
Συνώνυμα
σημαντικός
βασικός
κύριος
3
Αντώνυμα
ασήμαντος
δευτερεύων
επιφανειακός
3
Ορισμός
που έχει μεγάλη σημασία ή αξία
που αποτελεί το κύριο ή βασικό στοιχείο κάτι
που αφορά το κεφάλαιο ή την κεφαλή
3
Παραδείγματα
Το κεφαλαίο πρόβλημα της οικονομίας είναι η ανεργία.
Η εκπαίδευση είναι ένα κεφαλαίο ζήτημα για την κοινωνία.
Οι κεφαλαίες επενδύσεις απαιτούν προσεκτικό σχεδιασμό.
3