1. Λέξη
    κεφαλαίο (επίθετο) - (παρόμοια: κεφαλή - κεφαλάκι - κεφαλαιαγορά)
  2. Συνώνυμα
    • σημαντικός
    • βασικός
    • κύριος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασήμαντος
    • δευτερεύων
    • επιφανειακός
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει μεγάλη σημασία ή αξία
    • που αποτελεί το κύριο ή βασικό στοιχείο κάτι
    • που αφορά το κεφάλαιο ή την κεφαλή
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το κεφαλαίο πρόβλημα της οικονομίας είναι η ανεργία.
    • Η εκπαίδευση είναι ένα κεφαλαίο ζήτημα για την κοινωνία.
    • Οι κεφαλαίες επενδύσεις απαιτούν προσεκτικό σχεδιασμό.
    3