1. Λέξη
    κηρύσσω (ρήμα) - (παρόμοια: ανακηρύσσω)
  2. Συνώνυμα
    • αναγγέλλω
    • διακηρύσσω
    • ανακηρύσσω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρύβω
    • αποσιωπώ
    • καλύπτω
    3
  4. Ορισμός
    • να ανακοινώνω κάτι δημοσίως, ιδίως με επίσημο ή δημόσιο τρόπο
    • να διακηρύσσω κάτι με έμφαση ή πάθος
    • να κηρύττω, να διαδίδω μια θρησκευτική ή ηθική διδασκαλία
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δήμαρχος κήρυξε την έναρξη των εορτασμών.
    • Οι πολιτικοί κηρύσσουν τις απόψεις τους κατά τις συζητήσεις.
    • Οι απόστολοι κήρυσσαν το ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο.
    3