Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κηρύσσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανακηρύσσω
)
Συνώνυμα
αναγγέλλω
διακηρύσσω
ανακηρύσσω
3
Αντώνυμα
κρύβω
αποσιωπώ
καλύπτω
3
Ορισμός
να ανακοινώνω κάτι δημοσίως, ιδίως με επίσημο ή δημόσιο τρόπο
να διακηρύσσω κάτι με έμφαση ή πάθος
να κηρύττω, να διαδίδω μια θρησκευτική ή ηθική διδασκαλία
3
Παραδείγματα
Ο δήμαρχος κήρυξε την έναρξη των εορτασμών.
Οι πολιτικοί κηρύσσουν τις απόψεις τους κατά τις συζητήσεις.
Οι απόστολοι κήρυσσαν το ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο.
3