1. Λέξη
    κιβώτιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χρηματοκιβώτιο)
  2. Συνώνυμα
    • κουτί
    • κασέλα
    • κιβώτιο
    • κουτί
    • κιβώτιο
    5
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα κουτί ή δοχείο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ή τη μεταφορά αντικειμένων.
    • Μια μεγάλη ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά εμπορευμάτων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κιβώτιο ήταν γεμάτο με βιβλία.
    • Το κιβώτιο του αυτοκινήτου ήταν γεμάτο με αποσκευές.
    2