Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χρηματοκιβώτιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γραμματοκιβώτιο
-
κιβώτιο
)
Συνώνυμα
ταμείο
κουτί χρημάτων
μετρητοθήκη
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα κουτί ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση χρημάτων ή άλλων πολύτιμων αντικειμένων.
Μια θυρίδα ή μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη συλλογή ή διανομή χρημάτων, όπως σε καταστήματα ή δημόσιες υπηρεσίες.
2
Παραδείγματα
Το χρηματοκιβώτιο στο σούπερ μάρκετ ήταν γεμάτο με μετρητά.
Οι εργαζόμενοι άνοιξαν το χρηματοκιβώτιο για να μετρήσουν τα έσοδα της ημέρας.
2