1. Λέξη
    χρηματοκιβώτιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γραμματοκιβώτιο - κιβώτιο)
  2. Συνώνυμα
    • ταμείο
    • κουτί χρημάτων
    • μετρητοθήκη
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα κουτί ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση χρημάτων ή άλλων πολύτιμων αντικειμένων.
    • Μια θυρίδα ή μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη συλλογή ή διανομή χρημάτων, όπως σε καταστήματα ή δημόσιες υπηρεσίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το χρηματοκιβώτιο στο σούπερ μάρκετ ήταν γεμάτο με μετρητά.
    • Οι εργαζόμενοι άνοιξαν το χρηματοκιβώτιο για να μετρήσουν τα έσοδα της ημέρας.
    2