1. Λέξη
    κινηθώ (ρήμα) - (παρόμοια: κινητό - κουνηθώ - κινητός)
  2. Συνώνυμα
    • κινώ
    • μετακινούμαι
    • κυκλοφορώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακινητώ
    • παραμένω
    • σταματώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να αλλάξω θέση ή να μετακινηθώ από ένα σημείο σε άλλο.
    • Να ενεργήσω ή να αντιδράσω σε μια κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Όταν άκουσα τη φωνή του, κινήθηκα προς την πόρτα.
    • Η κυβέρνηση κινήθηκε γρήγορα για να αντιμετωπίσει την κρίση.
    2