Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κινηθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
κινητό
-
κουνηθώ
-
κινητός
)
Συνώνυμα
κινώ
μετακινούμαι
κυκλοφορώ
3
Αντώνυμα
ακινητώ
παραμένω
σταματώ
3
Ορισμός
Να αλλάξω θέση ή να μετακινηθώ από ένα σημείο σε άλλο.
Να ενεργήσω ή να αντιδράσω σε μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Όταν άκουσα τη φωνή του, κινήθηκα προς την πόρτα.
Η κυβέρνηση κινήθηκε γρήγορα για να αντιμετωπίσει την κρίση.
2