1. Λέξη
    κουνηθώ (ρήμα) - (παρόμοια: κουνηθειτε - κουνώ - κουνγκ - κινηθώ - κουνάω)
  2. Συνώνυμα
    • κουνιέμαι
    • ταλαντεύομαι
    • κλυδωνίζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθεροποιούμαι
    • ακινητοποιούμαι
    2
  4. Ορισμός
    • να κινούμαι εμπρός και πίσω ή από τη μια πλευρά στην άλλη
    • να αλλάζω συνεχώς γνώμη ή στάση
    • να ταλαντεύομαι λόγω εξωτερικών παραγόντων
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το κρεβάτι κουνιέται όταν περπατάς στο δωμάτιο.
    • Δεν μπορείς να κουνηθείς καθόλου κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
    • Οι απόψεις του κουνιούνται ανάλογα με το ποιος μιλάει.
    3