Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουνηθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
κουνηθειτε
-
κουνώ
-
κουνγκ
-
κινηθώ
-
κουνάω
)
Συνώνυμα
κουνιέμαι
ταλαντεύομαι
κλυδωνίζομαι
3
Αντώνυμα
σταθεροποιούμαι
ακινητοποιούμαι
2
Ορισμός
να κινούμαι εμπρός και πίσω ή από τη μια πλευρά στην άλλη
να αλλάζω συνεχώς γνώμη ή στάση
να ταλαντεύομαι λόγω εξωτερικών παραγόντων
3
Παραδείγματα
Το κρεβάτι κουνιέται όταν περπατάς στο δωμάτιο.
Δεν μπορείς να κουνηθείς καθόλου κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
Οι απόψεις του κουνιούνται ανάλογα με το ποιος μιλάει.
3