Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλάψα (ρήμα) - (παρόμοια:
κάψα
)
Συνώνυμα
θρήνησα
δακρύσα
λυπήθηκα
3
Αντώνυμα
γελάσα
χαμογέλασα
χάρηκα
3
Ορισμός
Εκφράζω θλίψη ή πόνο μέσω δακρύων.
Αισθάνομαι βαθιά λύπη ή απογοήτευση.
2
Παραδείγματα
Όταν άκουσε τα νέα, κλάψα μες στην καρδιά της.
Μη κλάψα για πράγματα που δεν μπορείς να αλλάξεις.
2