Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κάψα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κάψω
-
κλάψα
)
Συνώνυμα
φωτιά
πυρκαγιά
καύση
3
Αντώνυμα
πήξη
παγωνιά
ψύξη
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καίγεται κάτι.
Μια ισχυρή αίσθηση θέρμης, συνήθως λόγω φλεγμονής ή λοίμωξης.
2
Παραδείγματα
Η κάψα από τον ήλιο ήταν αφόρητη.
Ένιωσε μια κάψα στον λαιμό του λόγω του κρυολογήματος.
2