Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλέψω (ρήμα) - (παρόμοια:
κλέψιμο
)
Συνώνυμα
κλέβω
αρπάζω
κουρσεύω
3
Αντώνυμα
δίνω
χαρίζω
επιστρέφω
3
Ορισμός
Να παίρνω κάτι που δεν μου ανήκει χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη.
Να κάνω κλοπή.
2
Παραδείγματα
Ο άνθρωπος αυτός προσπάθησε να κλέψει από το μαγαζί.
Αν κλέψεις, θα έχεις σοβαρές συνέπειες.
2