1. Λέξη
    κλέψιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κλέψω - ρέψιμο - κάψιμο - κόψιμο)
  2. Συνώνυμα
    • κλοπή
    • αρπαγή
    • λεηλασία
    3
  3. Αντώνυμα
    • δωρεά
    • χάρισμα
    • επιστροφή
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη της αφαίρεσης ιδιοκτησίας άλλου χωρίς τη συγκατάθεσή του.
    • Η ανάρμοστη χρήση των ιδεών ή του έργου άλλου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κλέψιμο από καταστήματα είναι παράνομο.
    • Η κατηγορία για κλέψιμο πνευματικής ιδιοκτησίας ήταν σοβαρή.
    2