1. Λέξη
    κλήρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κλήρωση)
  2. Συνώνυμα
    • μοίρα
    • μερίδιο
    • κληρονομιά
    3
  3. Αντώνυμα
    • απώλεια
    • στέρηση
    2
  4. Ορισμός
    • Μέρος ή ποσότητα που αναλογεί σε κάποιον από μια συνολική ποσότητα.
    • Στο χριστιανισμό, το ιερό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την κλήρωση.
    • Η περιουσία ή τα δικαιώματα που κληρονομεί κάποιος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο κλήρος του ήταν μεγάλος και του έδωσε πολλές ευκαιρίες.
    • Ο ιερέας χρησιμοποίησε τον κλήρο για να επιλέξει τον νέο επισκοπέα.
    • Ο κλήρος της οικογένειας περιλάμβανε μεγάλα κτήματα.
    3