Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλήρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κλήρωση
)
Συνώνυμα
μοίρα
μερίδιο
κληρονομιά
3
Αντώνυμα
απώλεια
στέρηση
2
Ορισμός
Μέρος ή ποσότητα που αναλογεί σε κάποιον από μια συνολική ποσότητα.
Στο χριστιανισμό, το ιερό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την κλήρωση.
Η περιουσία ή τα δικαιώματα που κληρονομεί κάποιος.
3
Παραδείγματα
Ο κλήρος του ήταν μεγάλος και του έδωσε πολλές ευκαιρίες.
Ο ιερέας χρησιμοποίησε τον κλήρο για να επιλέξει τον νέο επισκοπέα.
Ο κλήρος της οικογένειας περιλάμβανε μεγάλα κτήματα.
3