1. Λέξη
    κλήρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ολοκλήρωση - κλήση - εκπλήρωση - κλήρος - κύρωση)
  2. Συνώνυμα
    • λαχείο
    • τύχη
    • κλήρος
    3
  3. Αντώνυμα
    • βεβαιότητα
    • εγγύηση
    2
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία επιλογής κάποιου ή κάποιων μέσω τυχαίας έλξης.
    • Ένας τύπος τυχερών παιχνιδιών όπου οι νικητές καθορίζονται με τυχαία κλήρωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κλήρωση για τα εισιτήρια του αγώνα θα γίνει αύριο.
    • Κέρδισε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στην κλήρωση του λαχείου.
    2