Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλήρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ολοκλήρωση
-
κλήση
-
εκπλήρωση
-
κλήρος
-
κύρωση
)
Συνώνυμα
λαχείο
τύχη
κλήρος
3
Αντώνυμα
βεβαιότητα
εγγύηση
2
Ορισμός
Η διαδικασία επιλογής κάποιου ή κάποιων μέσω τυχαίας έλξης.
Ένας τύπος τυχερών παιχνιδιών όπου οι νικητές καθορίζονται με τυχαία κλήρωση.
2
Παραδείγματα
Η κλήρωση για τα εισιτήρια του αγώνα θα γίνει αύριο.
Κέρδισε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στην κλήρωση του λαχείου.
2