Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλήτευση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κλήση
)
Συνώνυμα
πρόσκληση
κάλεσμα
επίκληση
3
Αντώνυμα
απόρριψη
άρνηση
2
Ορισμός
Η επίσημη πρόσκληση που στέλνεται σε κάποιον για να παρευρεθεί σε μια δικαστική ή άλλη επίσημη διαδικασία.
Η ενέργεια του καλείν κάποιον να κάνει κάτι ή να παρευρεθεί κάπου.
2
Παραδείγματα
Ο δικηγόρος έλαβε κλήτευση για να καταθέσει στο δικαστήριο.
Η κλήτευση του μάρτυρα ήταν απαραίτητη για την εξέλιξη της υπόθεσης.
2