Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλήση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κλήρωση
-
κλήτευση
)
Συνώνυμα
πρόσκληση
κατάθεση
επίκληση
3
Αντώνυμα
απόρριψη
άρνηση
2
Ορισμός
Η ενέργεια του καλεί κάποιον ή κάτι.
Μια επίσημη πρόσκληση ή αίτηση για να παρουσιαστεί κάποιος σε δικαστήριο ή άλλον επίσημο χώρο.
Η χρήση ενός ονόματος, ενός όρου ή μιας έννοιας για να αναφερθεί σε κάτι.
3
Παραδείγματα
Έλαβε μια κλήση για συνέντευξη εργασίας.
Η κλήση του μάρτυρα στο δικαστήριο ήταν αναγκαία για την εξέλιξη της υπόθεσης.
Η κλήση του ονόματος του θεού θεωρείται ιερή σε πολλές θρησκείες.
3