1. Λέξη
    κλήση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κλήρωση - κλήτευση)
  2. Συνώνυμα
    • πρόσκληση
    • κατάθεση
    • επίκληση
    3
  3. Αντώνυμα
    • απόρριψη
    • άρνηση
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια του καλεί κάποιον ή κάτι.
    • Μια επίσημη πρόσκληση ή αίτηση για να παρουσιαστεί κάποιος σε δικαστήριο ή άλλον επίσημο χώρο.
    • Η χρήση ενός ονόματος, ενός όρου ή μιας έννοιας για να αναφερθεί σε κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Έλαβε μια κλήση για συνέντευξη εργασίας.
    • Η κλήση του μάρτυρα στο δικαστήριο ήταν αναγκαία για την εξέλιξη της υπόθεσης.
    • Η κλήση του ονόματος του θεού θεωρείται ιερή σε πολλές θρησκείες.
    3