Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κληρονόμος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κληρονομώ
-
αστρονόμος
-
κληρονομιά
-
κληρονομήσω
)
Συνώνυμα
διάδοχος
κληρονόμος
κληρονομιάρης
3
Αντώνυμα
κληροδότης
κληρονομοδότης
2
Ορισμός
Αυτός που κληρονομεί περιουσία, τίτλο ή δικαιώματα μετά το θάνατο κάποιου άλλου.
Αυτός που έχει το δικαίωμα να διαδεχτεί κάποιον σε μια θέση ή ιδιότητα.
2
Παραδείγματα
Ο γιος του ήταν ο μοναδικός κληρονόμος της μεγάλης περιουσίας του.
Ο πρίγκιπας αναγνωρίστηκε ως ο επίσημος κληρονόμος του θρόνου.
2