Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κληρονομώ (ρήμα) - (παρόμοια:
κληρονομιά
-
κληρονομήσω
-
κληρονομικός
-
κληρονόμος
)
Συνώνυμα
κληροδοτώ
διαδέχομαι
παίρνω κληρονομιά
3
Αντώνυμα
αποκλείω
αποκληρώνω
στερώ
3
Ορισμός
Να λαμβάνω κάτι, συνήθως περιουσία ή τίτλους, από κάποιον που έχει πεθάνει.
Να αποκτώ κάποιο χαρακτηριστικό, ιδιότητα ή τάση από τους γονείς ή τους προγόνους μου.
Να γίνομαι ο νόμιμος κάτοχος ή δικαιούχος κάποιου πράγματος μετά το θάνατο του προηγούμενου κατόχου.
3
Παραδείγματα
Ο γιος του κληρονόμησε όλη την περιουσία του πατέρα του.
Κληρονόμησε τα μπλε μάτια της μητέρας της.
Μετά το θάνατο του θείου του, κληρονόμησε την επιχείρησή του.
3