1. Λέξη
    κληρονομώ (ρήμα) - (παρόμοια: κληρονομιά - κληρονομήσω - κληρονομικός - κληρονόμος)
  2. Συνώνυμα
    • κληροδοτώ
    • διαδέχομαι
    • παίρνω κληρονομιά
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκλείω
    • αποκληρώνω
    • στερώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να λαμβάνω κάτι, συνήθως περιουσία ή τίτλους, από κάποιον που έχει πεθάνει.
    • Να αποκτώ κάποιο χαρακτηριστικό, ιδιότητα ή τάση από τους γονείς ή τους προγόνους μου.
    • Να γίνομαι ο νόμιμος κάτοχος ή δικαιούχος κάποιου πράγματος μετά το θάνατο του προηγούμενου κατόχου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιος του κληρονόμησε όλη την περιουσία του πατέρα του.
    • Κληρονόμησε τα μπλε μάτια της μητέρας της.
    • Μετά το θάνατο του θείου του, κληρονόμησε την επιχείρησή του.
    3