1. Λέξη
    κοιλιακός (επίθετο) - (παρόμοια: κοιλιακή - κοιλιά - κολεγιακός - ηλιακός)
  2. Συνώνυμα
    • γαστρικός
    • εντερικός
    • στομαχικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • εγκεφαλικός
    • πνευμονικός
    • καρδιακός
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την κοιλιά ή τους εντερικούς σωλήνες.
    • Που αναφέρεται ή ανήκει στην περιοχή της κοιλιάς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ασθενής παραπονέθηκε για έντονους κοιλιακούς πόνους.
    • Η κοιλιακή χώρα είναι ευαίσθητη σε τραυματισμούς.
    2