Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοιλιακός (επίθετο) - (παρόμοια:
κοιλιακή
-
κοιλιά
-
κολεγιακός
-
ηλιακός
)
Συνώνυμα
γαστρικός
εντερικός
στομαχικός
3
Αντώνυμα
εγκεφαλικός
πνευμονικός
καρδιακός
3
Ορισμός
Σχετικός με την κοιλιά ή τους εντερικούς σωλήνες.
Που αναφέρεται ή ανήκει στην περιοχή της κοιλιάς.
2
Παραδείγματα
Ο ασθενής παραπονέθηκε για έντονους κοιλιακούς πόνους.
Η κοιλιακή χώρα είναι ευαίσθητη σε τραυματισμούς.
2