Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοινοπολιτεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πολιτεία
-
κοινοπραξία
)
Συνώνυμα
συνομοσπονδία
ομοσπονδία
σύμπραξη
3
Αντώνυμα
απομόνωση
αυτονομία
ανεξαρτησία
3
Ορισμός
Μια ομάδα κρατών ή οργανισμών που συνεργάζονται για κοινό σκοπό.
Ένας πολιτικός σχηματισμός όπου πολλές πολιτείες ή χώρες ενώνονται υπό μια κεντρική εξουσία.
Η ιδιότητα του να μοιράζεται κανείς τα ίδια πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις με άλλους.
3
Παραδείγματα
Η Κοινοπολιτεία των Εθνών είναι μια διεθνής οργάνωση που περιλαμβάνει το Ηνωμένο Βασίλειο και πολλά από τα πρώην αποικιακά του εδάφη.
Η ιδέα της κοινοπολιτείας βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας συνεργασίας και αλληλεγγύης.
Οι χώρες της κοινοπολιτείας συμφώνησαν να ενισχύσουν τους οικονομικούς δεσμούς μεταξύ τους.
3