1. Λέξη
    κοινοπραξία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κοινοπολιτεία)
  2. Συνώνυμα
    • συνεταιρισμός
    • συμμαχία
    • συνεργασία
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανταγωνισμός
    • μονοπωλία
    • ανεξαρτησία
    3
  4. Ορισμός
    • Μια μορφή συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων ή οργανισμών για την επίτευξη κοινού στόχου.
    • Η δημιουργία μιας προσωρινής ή μόνιμης ένωσης για την εκτέλεση ενός συγκεκριμένου έργου ή στόχου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αρκετές εταιρείες σχημάτισαν μια κοινοπραξία για να κατασκευάσουν το νέο αεροδρόμιο.
    • Η κοινοπραξία των τραπεζών επέτρεψε τη χρηματοδότηση του μεγάλου έργου.
    2