1. Λέξη
    κοιτάζοντας (ρήμα) - (παρόμοια: κοιτάζουν - κοιτάζω - κοιτάζεις - κοιτάω - κοιτάς)
  2. Συνώνυμα
    • παρατηρώντας
    • εξετάζοντας
    • βλέποντας
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώντας
    • αποφεύγοντας
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια του να κοιτάς κάτι ή κάποιον με προσοχή.
    • Να στρέφεις το βλέμμα σου προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κοιτάζοντας τον ουρανό, είδε τα αστέρια να λάμπουν.
    • Κοιτάζοντας προσεκτικά, κατάλαβε τι συνέβαινε.
    2