Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοιτάω (ρήμα) - (παρόμοια:
κοιτάς
-
κοιτάζω
-
κοιτάξω
-
κοιτώ
-
κοιτάζουν
-
κοιτάζεις
-
κοιτάξουν
-
κοιτάζοντας
)
Συνώνυμα
παρατηρώ
εξετάζω
βλέπω
3
Αντώνυμα
αγνοώ
αποφεύγω
2
Ορισμός
Κοιτάω σημαίνει να στρέφω την προσοχή μου προς κάτι ή κάποιον, συχνά με τα μάτια.
Επίσης, μπορεί να σημαίνει να εξετάζω ή να παρατηρώ κάτι προσεκτικά.
2
Παραδείγματα
Κοίταξε προς τον ουρανό για να δεις τα αστέρια.
Κοίταξε προσεκτικά το έγγραφο πριν το υπογράψεις.
2