1. Λέξη
    κοιτώνας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κοιτώ - χιτώνας)
  2. Συνώνυμα
    • μονάστηρο
    • ασκητήριο
    • καθίκι
    3
  3. Αντώνυμα
    • κοσμικό κτίριο
    • λαϊκή κατοικία
    2
  4. Ορισμός
    • Μοναστηριακό κτίριο όπου κατοικούν οι μοναχοί.
    • Εκκλησιαστικός χώρος αφιερωμένος στη μοναστική ζωή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο κοιτώνας του μοναστηριού βρισκόταν στο βουνό.
    • Οι μοναχοί ζούσαν σε απλό κοιτώνα.
    2