Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοιτώνας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κοιτώ
-
χιτώνας
)
Συνώνυμα
μονάστηρο
ασκητήριο
καθίκι
3
Αντώνυμα
κοσμικό κτίριο
λαϊκή κατοικία
2
Ορισμός
Μοναστηριακό κτίριο όπου κατοικούν οι μοναχοί.
Εκκλησιαστικός χώρος αφιερωμένος στη μοναστική ζωή.
2
Παραδείγματα
Ο κοιτώνας του μοναστηριού βρισκόταν στο βουνό.
Οι μοναχοί ζούσαν σε απλό κοιτώνα.
2