Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χιτώνας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κοιτώνας
)
Συνώνυμα
ρούχο
ενδυμασία
φόρεμα
3
Αντώνυμα
γυμνός
αγυμνός
2
Ορισμός
Ένδυμα που φοριέται πάνω στο σώμα, συνήθως φτιαγμένο από ύφασμα.
Ιστορικό ένδυμα που φοριόταν στην αρχαία Ελλάδα.
2
Παραδείγματα
Ο ιερέας φορούσε λευκό χιτώνα κατά τη διάρκεια της τελετής.
Στην αρχαία Ελλάδα, οι άνδρες και οι γυναίκες φορούσαν χιτώνες.
2