1. Λέξη
    χιτώνας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κοιτώνας)
  2. Συνώνυμα
    • ρούχο
    • ενδυμασία
    • φόρεμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • γυμνός
    • αγυμνός
    2
  4. Ορισμός
    • Ένδυμα που φοριέται πάνω στο σώμα, συνήθως φτιαγμένο από ύφασμα.
    • Ιστορικό ένδυμα που φοριόταν στην αρχαία Ελλάδα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ιερέας φορούσε λευκό χιτώνα κατά τη διάρκεια της τελετής.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, οι άνδρες και οι γυναίκες φορούσαν χιτώνες.
    2