1. Λέξη
    κολακεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κολακεύω - βλακεία - κολακευμένη - κολακεύομαι - κολακευτικός - κολακευμένος)
  2. Συνώνυμα
    • θωπεία
    • μαλακολογία
    • χαϊδεμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειλικρίνεια
    • απότομη συμπεριφορά
    • σκληρότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η τέχνη του κολακεύει κάποιον, συνήθως με στόχο να τον ευχαριστήσει ή να τον επηρεάσει.
    • Υπερβολικός και συχνά ανειλικρινής έπαινος ή ευνοϊκή συμπεριφορά προς κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κολακεία του προς τον διευθυντή του έδωσε προαγωγή.
    • Απέφυγε την κολακεία και μίλησε με ειλικρίνεια.
    2