Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κολακεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κολακεύω
-
βλακεία
-
κολακευμένη
-
κολακεύομαι
-
κολακευτικός
-
κολακευμένος
)
Συνώνυμα
θωπεία
μαλακολογία
χαϊδεμα
3
Αντώνυμα
ειλικρίνεια
απότομη συμπεριφορά
σκληρότητα
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή η τέχνη του κολακεύει κάποιον, συνήθως με στόχο να τον ευχαριστήσει ή να τον επηρεάσει.
Υπερβολικός και συχνά ανειλικρινής έπαινος ή ευνοϊκή συμπεριφορά προς κάποιον.
2
Παραδείγματα
Η κολακεία του προς τον διευθυντή του έδωσε προαγωγή.
Απέφυγε την κολακεία και μίλησε με ειλικρίνεια.
2