Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κολακευμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
κολακευμένη
-
κολλημένος
-
κολακεία
-
κολακεύω
-
κολακευτικός
)
Συνώνυμα
εξυμνημένος
θαυμασμένος
προστατευμένος
3
Αντώνυμα
καταφρονημένος
αποδοκιμασμένος
απαξιωμένος
3
Ορισμός
Που έχει δεχτεί κολακεία ή επαίνους.
Που έχει υποστεί θετική αντιμετώπιση ή προστασία.
2
Παραδείγματα
Ο καλλιτέχνης ένιωθε κολακευμένος από τα καλά σχόλια του κοινού.
Η κολακευμένη εμφάνισή της έδειχνε την αυτοπεποίθησή της.
2