1. Λέξη
    κολακευμένος (επίθετο) - (παρόμοια: κολακευμένη - κολλημένος - κολακεία - κολακεύω - κολακευτικός)
  2. Συνώνυμα
    • εξυμνημένος
    • θαυμασμένος
    • προστατευμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταφρονημένος
    • αποδοκιμασμένος
    • απαξιωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει δεχτεί κολακεία ή επαίνους.
    • Που έχει υποστεί θετική αντιμετώπιση ή προστασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καλλιτέχνης ένιωθε κολακευμένος από τα καλά σχόλια του κοινού.
    • Η κολακευμένη εμφάνισή της έδειχνε την αυτοπεποίθησή της.
    2