Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κομψά (επίθετο) - (παρόμοια:
κομψός
)
Συνώνυμα
καλαίσθητα
γλαφυρά
στολισμένα
3
Αντώνυμα
αγροίκα
ακατέργαστα
χονδροειδή
3
Ορισμός
που χαρακτηρίζεται από καλή αισθητική και εκλεπτυσμένη εμφάνιση
που δείχνει καλή γεύση και κομψότητα
2
Παραδείγματα
Η νέα της φούστα ήταν πολύ κομψά ραμμένη.
Η διακόσμηση του σαλονιού ήταν κομψά επιλεγμένη.
2