1. Λέξη
    κομψός (επίθετο) - (παρόμοια: κομψά - κομψότητα)
  2. Συνώνυμα
    • καλαίσθητος
    • γλαφυρός
    • στιλβός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακατέργαστος
    • αγροίκος
    • αποχαυνωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που χαρακτηρίζεται από καλή αισθητική και εκλεπτυσμένο στυλ
    • που δείχνει καλή ανατροφή και κοσμικότητα
    • που είναι ευχάριστος στην εμφάνιση ή στη συμπεριφορά
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η κομψή φορεσιά της τράβηξε όλα τα βλέμματα.
    • Ο κομψός τρόπος που μίλησε εντυπωσίασε τους παρευρισκόμενους.
    • Το διαμέρισμά τους είναι διακοσμημένο με κομψό και μινιμαλιστικό στυλ.
    3