1. Λέξη
    κομψότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κοιλότητα - κοινότητα - κομψός)
  2. Συνώνυμα
    • χαριτωμένο
    • κομψό
    • γλαφυρότητα
    • καλαισθησία
    4
  3. Αντώνυμα
    • αγροικία
    • ακαμψία
    • ατέλεια
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι κομψό, δηλαδή ευχάριστο, καλαίσθητο και με τρόπο.
    • Η ικανότητα να εκφράζεται κανείς με ευγένεια και γλαφυρότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κομψότητα της ενδυμασίας της έκανε όλους να την θαυμάζουν.
    • Η κομψότητα του λόγου του τον έκανε να ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους ομιλητές.
    2