Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κομψότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κοιλότητα
-
κοινότητα
-
κομψός
)
Συνώνυμα
χαριτωμένο
κομψό
γλαφυρότητα
καλαισθησία
4
Αντώνυμα
αγροικία
ακαμψία
ατέλεια
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι κομψό, δηλαδή ευχάριστο, καλαίσθητο και με τρόπο.
Η ικανότητα να εκφράζεται κανείς με ευγένεια και γλαφυρότητα.
2
Παραδείγματα
Η κομψότητα της ενδυμασίας της έκανε όλους να την θαυμάζουν.
Η κομψότητα του λόγου του τον έκανε να ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους ομιλητές.
2