1. Λέξη
    κοπανώ (ρήμα) - (παρόμοια: κοπανάω)
  2. Συνώνυμα
    • τσακίζω
    • συντρίβω
    • θρυμματίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • συγκολλώ
    • επισκευάζω
    • ενώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να σπάσω κάτι σε μικρά κομμάτια με χτυπήματα ή πίεση.
    • Να καταστρέψω κάτι πλήρως, είτε υλικό είτε αφηρημένο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μάγειρας κοπάνησε τα παξιμάδια για να φτιάξει τριμμένη φρυγανιά.
    • Οι οικονομικές απώλειες τον έκοψαν ψυχολογικά.
    2