Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοπανώ (ρήμα) - (παρόμοια:
κοπανάω
)
Συνώνυμα
τσακίζω
συντρίβω
θρυμματίζω
3
Αντώνυμα
συγκολλώ
επισκευάζω
ενώνω
3
Ορισμός
Να σπάσω κάτι σε μικρά κομμάτια με χτυπήματα ή πίεση.
Να καταστρέψω κάτι πλήρως, είτε υλικό είτε αφηρημένο.
2
Παραδείγματα
Ο μάγειρας κοπάνησε τα παξιμάδια για να φτιάξει τριμμένη φρυγανιά.
Οι οικονομικές απώλειες τον έκοψαν ψυχολογικά.
2