1. Λέξη
    κοπανάω (ρήμα) - (παρόμοια: κοπανώ - κουνάω)
  2. Συνώνυμα
    • χτυπάω
    • θρυμματίζω
    • συντρίβω
    • κτυπάω
    4
  3. Αντώνυμα
    • συγκολλώ
    • ενώνω
    • επιδιορθώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να σπάω κάτι σε μικρά κομμάτια με χτυπήματα.
    • Να κάνω κάτι να λειτουργεί ή να κινείται με βίαιη κίνηση.
    • Να κουράζω ή να εξαντλώ κάποιον με συνεχόμενη δουλειά ή πίεση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Κοπάνησε τα παλιά πιάτα για να τα πετάξει.
    • Ο μηχανισμός κοπάνησε για λίγο πριν ξεκινήσει κανονικά.
    • Με κοπάνησε τόσο πολύ στη δουλειά που κοιμήθηκα αμέσως.
    3