Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοπανάω (ρήμα) - (παρόμοια:
κοπανώ
-
κουνάω
)
Συνώνυμα
χτυπάω
θρυμματίζω
συντρίβω
κτυπάω
4
Αντώνυμα
συγκολλώ
ενώνω
επιδιορθώνω
3
Ορισμός
Να σπάω κάτι σε μικρά κομμάτια με χτυπήματα.
Να κάνω κάτι να λειτουργεί ή να κινείται με βίαιη κίνηση.
Να κουράζω ή να εξαντλώ κάποιον με συνεχόμενη δουλειά ή πίεση.
3
Παραδείγματα
Κοπάνησε τα παλιά πιάτα για να τα πετάξει.
Ο μηχανισμός κοπάνησε για λίγο πριν ξεκινήσει κανονικά.
Με κοπάνησε τόσο πολύ στη δουλειά που κοιμήθηκα αμέσως.
3