Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοριτσάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κοράκι
-
κοριτσίστικο
)
Συνώνυμα
μικρό κορίτσι
παιδάκι
κοπελιά
3
Αντώνυμα
αγόρι
ανήλικος άνδρας
2
Ορισμός
Μικρό κορίτσι, συνήθως σε ηλικία παιδιού.
Ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα νεαρό θηλυκό άτομο.
2
Παραδείγματα
Το κοριτσάκι έπαιζε στο πάρκο με τις φίλες της.
Ένα μικρό κοριτσάκι κάθισε δίπλα μου στο λεωφορείο.
2