1. Λέξη
    κοριτσάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κοράκι - κοριτσίστικο)
  2. Συνώνυμα
    • μικρό κορίτσι
    • παιδάκι
    • κοπελιά
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγόρι
    • ανήλικος άνδρας
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό κορίτσι, συνήθως σε ηλικία παιδιού.
    • Ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα νεαρό θηλυκό άτομο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κοριτσάκι έπαιζε στο πάρκο με τις φίλες της.
    • Ένα μικρό κοριτσάκι κάθισε δίπλα μου στο λεωφορείο.
    2