Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοριτσίστικο (επίθετο) - (παρόμοια:
κοριτσίστικος
-
κοριτσάκι
)
Συνώνυμα
κομματιαστό
κοριτσίστικο
γυναικείο
φιμπολιστό
4
Αντώνυμα
αγορίστικο
ανδρώδης
ματσό
3
Ορισμός
Χαρακτηριστικό που συνδέεται με κορίτσια ή θεωρείται τυπικό για αυτά.
Που θυμίζει ή είναι κατάλληλο για κορίτσια.
Που έχει πολύ έντονα χαρακτηριστικά που θεωρούνται γυναικείο.
3
Παραδείγματα
Αγόρασε μια κοριτσίστικη φούστα με ροζ χρώμα.
Το δωμάτιό της είναι πολύ κοριτσίστικο με πολλές κούκλες και διακοσμήσεις.
Έχει έναν πολύ κοριτσίστικο τρόπο να ντύνεται.
3