1. Λέξη
    κοριτσίστικο (επίθετο) - (παρόμοια: κοριτσίστικος - κοριτσάκι)
  2. Συνώνυμα
    • κομματιαστό
    • κοριτσίστικο
    • γυναικείο
    • φιμπολιστό
    4
  3. Αντώνυμα
    • αγορίστικο
    • ανδρώδης
    • ματσό
    3
  4. Ορισμός
    • Χαρακτηριστικό που συνδέεται με κορίτσια ή θεωρείται τυπικό για αυτά.
    • Που θυμίζει ή είναι κατάλληλο για κορίτσια.
    • Που έχει πολύ έντονα χαρακτηριστικά που θεωρούνται γυναικείο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αγόρασε μια κοριτσίστικη φούστα με ροζ χρώμα.
    • Το δωμάτιό της είναι πολύ κοριτσίστικο με πολλές κούκλες και διακοσμήσεις.
    • Έχει έναν πολύ κοριτσίστικο τρόπο να ντύνεται.
    3