1. Λέξη
    κοριτσίστικος (επίθετο) - (παρόμοια: κοριτσίστικο - κορεάτικος)
  2. Συνώνυμα
    • κοριτσάτος
    • κοριτσίστικος
    • θηλυπρεπής
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγορίστικος
    • ανδροπρεπής
    2
  4. Ορισμός
    • που χαρακτηρίζει ή ταιριάζει σε κορίτσι
    • που θυμίζει ή αναφέρεται σε κορίτσι
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η φούστα της ήταν πολύ κοριτσίστικη.
    • Έκανε μια κοριτσίστικη κίνηση με το χέρι της.
    2