Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοριτσίστικος (επίθετο) - (παρόμοια:
κοριτσίστικο
-
κορεάτικος
)
Συνώνυμα
κοριτσάτος
κοριτσίστικος
θηλυπρεπής
3
Αντώνυμα
αγορίστικος
ανδροπρεπής
2
Ορισμός
που χαρακτηρίζει ή ταιριάζει σε κορίτσι
που θυμίζει ή αναφέρεται σε κορίτσι
2
Παραδείγματα
Η φούστα της ήταν πολύ κοριτσίστικη.
Έκανε μια κοριτσίστικη κίνηση με το χέρι της.
2