1. Λέξη
    κορυφή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κουφή - κορυφαίες - κορυφαίος)
  2. Συνώνυμα
    • άκρο
    • κορυφή
    • αιχμή
    • υψηλότερο σημείο
    4
  3. Αντώνυμα
    • βάση
    • κάτω μέρος
    • υποσκέλι
    • βάθος
    4
  4. Ορισμός
    • Το υψηλότερο σημείο ενός βουνού ή ενός αντικειμένου.
    • Η κορυφή μιας οργάνωσης ή μιας ιεραρχίας, δηλαδή το ανώτατο σημείο.
    • Το σημείο στο οποίο φτάνει κάτι, όπως η κορυφή μιας καριέρας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η κορυφή του Όλυμπου είναι η ψηλότερη στην Ελλάδα.
    • Έφτασε στην κορυφή της καριέρας του.
    • Η κορυφή του δέντρου ήταν γεμάτη φύλλα.
    3