Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κορυφή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουφή
-
κορυφαίες
-
κορυφαίος
)
Συνώνυμα
άκρο
κορυφή
αιχμή
υψηλότερο σημείο
4
Αντώνυμα
βάση
κάτω μέρος
υποσκέλι
βάθος
4
Ορισμός
Το υψηλότερο σημείο ενός βουνού ή ενός αντικειμένου.
Η κορυφή μιας οργάνωσης ή μιας ιεραρχίας, δηλαδή το ανώτατο σημείο.
Το σημείο στο οποίο φτάνει κάτι, όπως η κορυφή μιας καριέρας.
3
Παραδείγματα
Η κορυφή του Όλυμπου είναι η ψηλότερη στην Ελλάδα.
Έφτασε στην κορυφή της καριέρας του.
Η κορυφή του δέντρου ήταν γεμάτη φύλλα.
3