Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κορυφαίος (επίθετο) - (παρόμοια:
κορυφαίες
-
κορυφή
)
Συνώνυμα
ανώτατος
εξαιρετικός
επιφανής
3
Αντώνυμα
κατώτατος
χαμηλός
ασήμαντος
3
Ορισμός
που βρίσκεται στην κορυφή ή στο υψηλότερο σημείο
που διακρίνεται για την υψηλή ποιότητα ή την αξία του
που έχει μεγάλη σημασία ή επιρροή
3
Παραδείγματα
Ο κορυφαίος αθλητής κέρδισε το χρυσό μετάλλιο.
Αυτό το εστιατόριο προσφέρει κορυφαία γαστρονομία.
Ο κορυφαίος επιστήμονας έκανε σημαντική ανακάλυψη.
3