Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουβάρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουβάς
-
κουφάρι
-
κουκουβάγια
)
Συνώνυμα
αυγό
ωάριο
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Το θηλυκό γεννητικό κύτταρο των ζώων, το οποίο μετά τη γονιμοποίηση από το σπέρμα αναπτύσσεται σε έμβρυο.
Στη μαγειρική, το αυγό που χρησιμοποιείται ως τρόφιμο.
2
Παραδείγματα
Η γονιμοποίηση του κουβαριού γίνεται συνήθως μέσα στο σώμα του θηλυκού.
Το κουβάρι του σολωμού είναι πολύτιμο τρόφιμο σε πολλές κουζίνες.
2