Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουβάς (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουβάρι
-
κουκουβάγια
-
κουβαλώ
)
Συνώνυμα
κάδος
δοχείο
σακούλα
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα δοχείο, συνήθως από πλαστικό ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ή την αποθήκευση υγρών ή άλλων υλικών.
Μια μονάδα μέτρησης όγκου, ιδιαίτερα για υγρά.
2
Παραδείγματα
Ο κουβάς ήταν γεμάτος νερό.
Χρειάζομαι έναν κουβά για να μαζέψω τα φύλλα από τον κήπο.
2