Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουβαλήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
κουβαλώ
-
κουβαλάω
-
κολλήσω
)
Συνώνυμα
μεταφέρω
φορτώνω
συνοδεύω
3
Αντώνυμα
ξεφορτώνω
αποφορτώνω
αφήνω
3
Ορισμός
να μεταφέρω κάτι ή κάποιον από ένα μέρος σε άλλο
να έχω το βάρος ή την ευθύνη για κάτι
να υποστηρίζω ή να συνοδεύω κάποιον
3
Παραδείγματα
Θα κουβαλήσω τις τσάντες για το ταξίδι.
Δεν μπορώ να κουβαλήσω όλη την ευθύνη μόνος μου.
Ο πατέρας κουβάλησε το παιδί του στους ώμους του.
3