1. Λέξη
    κουβαλήσω (ρήμα) - (παρόμοια: κουβαλώ - κουβαλάω - κολλήσω)
  2. Συνώνυμα
    • μεταφέρω
    • φορτώνω
    • συνοδεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεφορτώνω
    • αποφορτώνω
    • αφήνω
    3
  4. Ορισμός
    • να μεταφέρω κάτι ή κάποιον από ένα μέρος σε άλλο
    • να έχω το βάρος ή την ευθύνη για κάτι
    • να υποστηρίζω ή να συνοδεύω κάποιον
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα κουβαλήσω τις τσάντες για το ταξίδι.
    • Δεν μπορώ να κουβαλήσω όλη την ευθύνη μόνος μου.
    • Ο πατέρας κουβάλησε το παιδί του στους ώμους του.
    3