1. Λέξη
    κουβαλάω (ρήμα) - (παρόμοια: κουβαλώ - κουβαλήσω - καβαλάω)
  2. Συνώνυμα
    • μεταφέρω
    • φορτώνω
    • συνοδεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεφορτώνω
    • αφήνω
    2
  4. Ορισμός
    • Μεταφέρω κάτι ή κάποιον από ένα μέρος σε άλλο, συνήθως χρησιμοποιώντας τη δύναμή μου ή κάποιο μέσο μεταφοράς.
    • Φέρω πάνω μου ή μαζί μου κάτι, είτε φυσικά είτε μεταφορικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κουβάλαγε τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ μέχρι το σπίτι.
    • Μην κουβαλάς τόση ευθύνη μόνος σου.
    2