Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουβαλάω (ρήμα) - (παρόμοια:
κουβαλώ
-
κουβαλήσω
-
καβαλάω
)
Συνώνυμα
μεταφέρω
φορτώνω
συνοδεύω
3
Αντώνυμα
ξεφορτώνω
αφήνω
2
Ορισμός
Μεταφέρω κάτι ή κάποιον από ένα μέρος σε άλλο, συνήθως χρησιμοποιώντας τη δύναμή μου ή κάποιο μέσο μεταφοράς.
Φέρω πάνω μου ή μαζί μου κάτι, είτε φυσικά είτε μεταφορικά.
2
Παραδείγματα
Κουβάλαγε τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ μέχρι το σπίτι.
Μην κουβαλάς τόση ευθύνη μόνος σου.
2