Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουνιάδος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουνιάδα
)
Συνώνυμα
συμπέθερος
συγγενής
2
Αντώνυμα
ξένος
ασύνδετος
2
Ορισμός
Ο σύζυγος της αδελφής ή του αδελφού κάποιου.
Ο αδελφός της συζύγου ή του συζύγου κάποιου.
2
Παραδείγματα
Ο κουνιάδος μου ήρθε για γεύμα μαζί με την αδελφή μου.
Ο κουνιάδος της Μαρίας είναι πολύ καλός άνθρωπος.
2