1. Λέξη
    κουνιάδος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κουνιάδα)
  2. Συνώνυμα
    • συμπέθερος
    • συγγενής
    2
  3. Αντώνυμα
    • ξένος
    • ασύνδετος
    2
  4. Ορισμός
    • Ο σύζυγος της αδελφής ή του αδελφού κάποιου.
    • Ο αδελφός της συζύγου ή του συζύγου κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο κουνιάδος μου ήρθε για γεύμα μαζί με την αδελφή μου.
    • Ο κουνιάδος της Μαρίας είναι πολύ καλός άνθρωπος.
    2