1. Λέξη
    κουνιάδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κουνιάδος - κουράδα - κουνώ - κουνιστός - κουνιέμαι)
  2. Συνώνυμα
    • συμπεθέρα
    • συγγενής
    2
  3. Αντώνυμα
    • αδελφός
    • ανιψιός
    2
  4. Ορισμός
    • Η αδελφή του συζύγου ή της συζύγου.
    • Η σύζυγος του αδελφού του συζύγου ή της συζύγου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κουνιάδα μου είναι πολύ καλή μαγείρισσα.
    • Πήγαμε διακοπές με την κουνιάδα μου και τον αδερφό της.
    2