Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουνιάδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουνιάδος
-
κουράδα
-
κουνώ
-
κουνιστός
-
κουνιέμαι
)
Συνώνυμα
συμπεθέρα
συγγενής
2
Αντώνυμα
αδελφός
ανιψιός
2
Ορισμός
Η αδελφή του συζύγου ή της συζύγου.
Η σύζυγος του αδελφού του συζύγου ή της συζύγου.
2
Παραδείγματα
Η κουνιάδα μου είναι πολύ καλή μαγείρισσα.
Πήγαμε διακοπές με την κουνιάδα μου και τον αδερφό της.
2