Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουνιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
κουνιάδα
)
Συνώνυμα
ταλαντεύομαι
κλυδωνίζομαι
κουνώ
3
Αντώνυμα
σταθεροποιούμαι
ακινητώ
2
Ορισμός
Να μετακινούμαι εμπρός και πίσω ή από τη μια πλευρά στην άλλη.
Να αλλάζω γνώμη ή στάση συχνά.
2
Παραδείγματα
Το δέντρο κουνιέται από τον άνεμο.
Κουνιέται συνεχώς για το αν θα πάει στο πάρτι.
2