1. Λέξη
    κουνιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια: κουνιάδα)
  2. Συνώνυμα
    • ταλαντεύομαι
    • κλυδωνίζομαι
    • κουνώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθεροποιούμαι
    • ακινητώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να μετακινούμαι εμπρός και πίσω ή από τη μια πλευρά στην άλλη.
    • Να αλλάζω γνώμη ή στάση συχνά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το δέντρο κουνιέται από τον άνεμο.
    • Κουνιέται συνεχώς για το αν θα πάει στο πάρτι.
    2