Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουράγιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουράδα
-
κουράζω
-
κουρτ
)
Συνώνυμα
θάρρος
ανδρεία
γενναιότητα
3
Αντώνυμα
δειλία
φοβία
απογοήτευση
3
Ορισμός
Η ψυχική δύναμη που επιτρέπει σε κάποιον να αντιμετωπίζει δυσκολίες, κινδύνους ή φόβο χωρίς να υποχωρεί.
Η ικανότητα να ενεργείς με θάρρος και αποφασιστικότητα παρά το φόβο ή τις δυσκολίες.
2
Παραδείγματα
Έδειξε μεγάλο κουράγιο όταν αντιμετώπισε τον κίνδυνο χωρίς να διστάσει.
Το κουράγιο της ήταν εμπνευστικό για όλους μας.
2