1. Λέξη
    κουράζω (ρήμα) - (παρόμοια: κουράζομαι - κουράδα - κουράγιο - κουρτ - κουρσά - κοπάζω - κουλουράκι)
  2. Συνώνυμα
    • εξαντλώ
    • κουραίνω
    • αποκάνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανακουφίζω
    • ανακτώ
    • αναζωογονώ
    3
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ κούραση σε κάποιον.
    • Κάνω κάποιον να νιώθει κουρασμένος.
    • Εξαντλώ τις δυνάμεις κάποιου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι πολλές ώρες δουλειάς με κουράζουν.
    • Ο δρόμος ήταν τόσο μακρύς που κούρασε όλους μας.
    • Μην κουράζεις τον εαυτό σου με τόση δουλειά.
    3