Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουράζω (ρήμα) - (παρόμοια:
κουράζομαι
-
κουράδα
-
κουράγιο
-
κουρτ
-
κουρσά
-
κοπάζω
-
κουλουράκι
)
Συνώνυμα
εξαντλώ
κουραίνω
αποκάνω
3
Αντώνυμα
ανακουφίζω
ανακτώ
αναζωογονώ
3
Ορισμός
Προκαλώ κούραση σε κάποιον.
Κάνω κάποιον να νιώθει κουρασμένος.
Εξαντλώ τις δυνάμεις κάποιου.
3
Παραδείγματα
Οι πολλές ώρες δουλειάς με κουράζουν.
Ο δρόμος ήταν τόσο μακρύς που κούρασε όλους μας.
Μην κουράζεις τον εαυτό σου με τόση δουλειά.
3