1. Λέξη
    κουτσαίνω (ρήμα) - (παρόμοια: κουτσός)
  2. Συνώνυμα
    • κυρτώνω
    • χωλαίνω
    • κουτσοπατώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • περπατώ κανονικά
    • κινώ ευλύγιστα
    2
  4. Ορισμός
    • Περπατώ με δυσκολία λόγω προβλήματος στο πόδι ή στο περπάτημα.
    • Κινούμαι με δυσκολία ή με ατέλεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αφού έσπασε το πόδι του, άρχισε να κουτσαίνει.
    • Το παλιό αυτοκίνητο κουτσαίνει και χρειάζεται επισκευή.
    2