Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουτσαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
κουτσός
)
Συνώνυμα
κυρτώνω
χωλαίνω
κουτσοπατώ
3
Αντώνυμα
περπατώ κανονικά
κινώ ευλύγιστα
2
Ορισμός
Περπατώ με δυσκολία λόγω προβλήματος στο πόδι ή στο περπάτημα.
Κινούμαι με δυσκολία ή με ατέλεια.
2
Παραδείγματα
Αφού έσπασε το πόδι του, άρχισε να κουτσαίνει.
Το παλιό αυτοκίνητο κουτσαίνει και χρειάζεται επισκευή.
2