Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουτσός (επίθετο) - (παρόμοια:
κουτός
-
κουτί
-
κουτσαίνω
-
κουφός
-
κουλός
)
Συνώνυμα
αποτυχημένος
αδύναμος
ανίκανος
3
Αντώνυμα
ικανός
δυνατός
επιτυχημένος
3
Ορισμός
Αυτός που δεν μπορεί να κάνει κάτι σωστά ή αποτελεσματικά.
Αυτός που έχει σωματικό ή πνευματικό ελάττωμα.
2
Παραδείγματα
Ο κουτσός μαθητής δεν μπόρεσε να λύσει το πρόβλημα.
Ο κουτσός στον ένα πόδι προσπάθησε να περπατήσει.
2