1. Λέξη
    κούνημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κούνες - κίνημα - κούνια - μύνημα)
  2. Συνώνυμα
    • ταλάντωση
    • κίνηση
    • σεισμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακινησία
    • σταθερότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουνάω, δηλαδή της μετακίνησης ενός αντικειμένου από τη μια πλευρά στην άλλη.
    • Μια ταλάντωση ή δόνηση, όπως αυτή που προκαλείται από σεισμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κούνημα του κρεβατιού με ξύπνησε.
    • Ο σεισμός προκάλεσε ισχυρό κούνημα σε όλη την πόλη.
    2