Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κούνημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κούνες
-
κίνημα
-
κούνια
-
μύνημα
)
Συνώνυμα
ταλάντωση
κίνηση
σεισμός
3
Αντώνυμα
ακινησία
σταθερότητα
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουνάω, δηλαδή της μετακίνησης ενός αντικειμένου από τη μια πλευρά στην άλλη.
Μια ταλάντωση ή δόνηση, όπως αυτή που προκαλείται από σεισμό.
2
Παραδείγματα
Το κούνημα του κρεβατιού με ξύπνησε.
Ο σεισμός προκάλεσε ισχυρό κούνημα σε όλη την πόλη.
2