1. Λέξη
    κούνια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κούνες - κολόνια - κούνημα)
  2. Συνώνυμα
    • κούνια
    • κούνια του παιχνιδιού
    • κούνια πάρκου
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθερή επιφάνεια
    • ακίνητο αντικείμενο
    2
  4. Ορισμός
    • Μια συσκευή που χρησιμοποιείται για να κουνάει κάποιον ή κάτι, συνήθως αποτελείται από ένα κάθισμα που αιωρείται από σχοινιά ή αλυσίδες και είναι προσαρτημένο σε μια σταθερή δομή.
    • Μια δομή που χρησιμοποιείται για ψυχαγωγία, συνήθως σε παιδικές χαρές ή πάρκα, όπου τα παιδιά μπορούν να κουνιούνται μπρος-πίσω.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μικρή Μαρία αγαπάει να κουνιέται στην κούνια του πάρκου.
    • Οι κούνιες στο παιδικό πάρκο ήταν γεμάτες παιδιά που γέλαγαν και διασκέδαζαν.
    2