Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κούραση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ξεκούραση
-
κούρσα
)
Συνώνυμα
εξάντληση
κούρασμα
κοπώρα
κούραση
ατονία
5
Αντώνυμα
ενέργεια
ζωντάνια
δύναμη
ευεξία
φρεσκάδα
5
Ορισμός
Η αίσθηση φυσικής ή ψυχικής εξάντλησης που προκαλείται από υπερβολική προσπάθεια ή έλλειψη ανάπαυσης.
Η έλλειψη ενέργειας ή κινητικότητας λόγω κόπωσης.
2
Παραδείγματα
Μετά από μια μακριά μέρα δουλειάς, ένιωθα μεγάλη κούραση.
Η συνεχής άσκηση χωρίς ανάπαυση μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή κούραση.
2