1. Λέξη
    κούραση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ξεκούραση - κούρσα)
  2. Συνώνυμα
    • εξάντληση
    • κούρασμα
    • κοπώρα
    • κούραση
    • ατονία
    5
  3. Αντώνυμα
    • ενέργεια
    • ζωντάνια
    • δύναμη
    • ευεξία
    • φρεσκάδα
    5
  4. Ορισμός
    • Η αίσθηση φυσικής ή ψυχικής εξάντλησης που προκαλείται από υπερβολική προσπάθεια ή έλλειψη ανάπαυσης.
    • Η έλλειψη ενέργειας ή κινητικότητας λόγω κόπωσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από μια μακριά μέρα δουλειάς, ένιωθα μεγάλη κούραση.
    • Η συνεχής άσκηση χωρίς ανάπαυση μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή κούραση.
    2